- χιώτικος
- -η, -ο, Ν [Χιώτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Χίο και στους Χιώτες2. αυτός που προέρχεται από την Χίο («χιώτικη μαστίχα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιώτικος — η, ο αυτός που προέρχεται από τη Χίο, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χίο: Αυτά τα γλυκά είναι χιώτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιακός — ή, ό / χιακός, ή, όν, ΝΜΑ [Χίος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Χίο, χιώτικος … Dictionary of Greek